- ιερόφωνος
- ἱερόφωνος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ιερή φωνή2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱερόφωνοςο ιερέας που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο υποφήτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, καλλί-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱεροφωνοτάτου — ἱερόφωνος with sacred voice masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροφώνων — ἱερόφωνος with sacred voice masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερόφωνοι — ἱερόφωνος with sacred voice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek